- ιριδοειδής
- -έςιριδόχρους*, αυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, αυτός που μοιάζει με την ίριδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + -ειδής (< είδος), πρβλ. βελονο-ειδής, χελιδονο-ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/λεως].
Dictionary of Greek. 2013.