ιριδοειδής

ιριδοειδής
-ές
ιριδόχρους*, αυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, αυτός που μοιάζει με την ίριδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + -ειδής (< είδος), πρβλ. βελονο-ειδής, χελιδονο-ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/λεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

  • ιριδόχρους — ουν αυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, ιριδοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + χρους (< χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. λεοντό χρους, σιτό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”